συνηγορικός

συνηγορικός
συνηγορικός
of
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συνηγορικός — ή, ό / συνηγορικός, ή, όν, ΝΜΑ [συνήγορος / συνηγορία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συνήγορο ή στη συνηγορία αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ συνηγορικόν ο μισθός τού συνηγόρου, ιδίως τού δημοσίου, καθώς μόνον αυτός επιτρεπόταν να πληρώνεται. επίρρ …   Dictionary of Greek

  • συνηγορικῶν — συνηγορικός of fem gen pl συνηγορικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηγορικόν — συνηγορικός of masc acc sg συνηγορικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηγορικήν — συνηγορικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηγορικῶς — συνηγορικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηγορικῷ — συνηγορικός of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”